Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ θάτερα

См. также в других словарях:

  • θατέρα — ἑτέρᾱ , ἕτερος D Mort. fem nom/voc/acc dual ἑτέρᾱ , ἕτερος D Mort. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θατέρᾳ — ἑτέρᾱͅ , ἕτερος D Mort. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἀτέρᾳ — ἁτέρᾱͅ , ἅτερος sṃ fem dat sg (attic doric aeolic) ἑτέρᾱͅ , ἕτερος D Mort. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θἄτερα — ἅτερα , ἅτερος sṃ neut nom/voc/acc pl ἕτερα , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάτερα — ἕτερα , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • COTHON — I. COTHON Carthaginis tres erant partes, Κώθων, Μέγαρα, et Βύρσα. Cothon Varie definitur. A Strab. l. 17. νησίον περιφερὲς Ε᾿υρίπῳ περιεχόμενον ἔχοντι νεωσοίκους ἑκατέρωθεν κύκλῳ, Insula parva, rotunda, Euripô circumdata, utrinque habente in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταγωγή — η (AM καταγωγή) [κατάγω] η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • κατασκάπτω — (AM κατασκάπτω) 1.σκάβω βαθιά («κατασκάψαντα ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου περικαθᾱραι πάσας τὰς ῥίζας», Θεόφρ.) 2. γκρεμίζω, ξεθεμελιώνω, ρημάζω από τα θεμέλια («κατασκάψω δόμους καινῶν τυράννων», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»